ανεισαν

ανεισαν
    ἀνεῖσαν
    эп. ἄνεσαν 3 л. pl. aor. 2 к ἀνίημι См. ανιημι

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ανεισαν" в других словарях:

  • ἀνεῖσαν — ἀνίημι send up aor part act fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • HALIA — I. HALIA Festum Solis a Rhodiis observatum. Athen. l. 13. p. 561. Ρ᾿όδιοι τὰ Α῞λια τιμῶσιν. Existimatunt aliqui nomen esle deductum ab ἅλς, et notari θαλαττοκρατίας monumentum, quâ Rhodii olim floruêrunt. Sed verisimilior est a voce Dorica ἅλιος… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εφημέριος — Ο επικεφαλής της ενορίας, ο παπάς. Η διαδικασία της ανακήρυξης κάποιου ως υποψήφιου ε., η εκλογή και ο διορισμός του ορίζονται από τον νόμο. Την ευθύνη για την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας έχει o μητροπολίτης, που καλεί με προκήρυξη όσους έχουν …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»